τελεσσιδωτειρα

τελεσσιδωτειρα
    τελεσσιδώτειρα
    τελεσσι-δώτειρα
    adj. f кладущая конец, пресекающая (все)
    

(Μοῖρα Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τελεσσιδωτειρα" в других словарях:

  • τελεσσιδώτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτή που παρέχει ολοκλήρωση, εκπλήρωση («πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῑρα τελεσσιδώτειρ Αἰών τε Κρόνου παῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + δώτειρα (πρβλ. χαριτο δώτειρα), με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] …   Dictionary of Greek

  • τελεσσιδώτειρ' — τελεσσιδώτειρα , τελεσσιδώτειρα she that gives completeness fem nom/voc sg τελεσσιδώτειραι , τελεσσιδώτειρα she that gives completeness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • τελεσιδώτειρα — ἡ, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσιδώτειρα* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»